υστερόπονοι
Смотреть что такое "υστερόπονοι" в других словарях:
υστερόπονοι — οι, Ν ιατρ. οι μετά τον τοκετό πόνοι τής μήτρας, οι πόνοι τής υστεροτοκίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < υστέρα «μήτρα» + πόνος] … Dictionary of Greek
υστερόπονοι — οι οι πόνοι της μήτρας μετά τον τοκετό, η υστεραλγία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υστεραλγία — η 1. νευραλγία της μήτρας, μητρόπονος. 2. οι πόνοι της μήτρας μετά την έξοδο του εμβρύου, οι υστερόπονοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)